- συνοικητωρ
- συνοικήτωρσυν-οικήτωρ-ορος живущий вместе
(τινί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνοικήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικήτωρ — και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, ορος, ὁ, Α συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ)] … Dictionary of Greek
ξυνοικήτωρ — συνοικήτωρ , συνοικήτωρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικητόρων — συνοικήτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικήτορι — συνοικήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)